Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Προσφυγικές ιστορίες



Η Αϊσέ Οζτούρκ γεννήθηκε το 1920 στο χωριό Κιβωτός των Γρεβενών. Ο πατέρας της ήταν αγρότης και η μητέρα της νοικοκυρά. Όταν ήταν 4 χρονών, είδε τις συμμορίες να εισβάλλουν στο χωριό της και να βλάπτουν τους εκεί μουσουλμάνους. Η οικογένειά της και οι άλλοι μουσουλμάνοι φοβούνταν ακόμα και τον ίσκιο τους. Μια μέρα, καθώς έπαιζε ανυποψίαστη στον κήπο του σπιτιού τους, είδε τους Έλληνες ατάκτους, που ονομάζονταν «κόκκινοι», να συγκεντρώνουν όλους τους άνδρες του χωριού στο τζαμί, απέναντι από το σπίτι της. Η μητέρα της τη φώναξε να μπει αμέσως μέσα. Στα σπίτια τους κλείστηκαν και όλες οι γυναίκες του χωριού. Η ίδια, μπορεί να ήταν ακόμα παιδί και να μην καταλάβαινε τι ακριβώς γινόταν, αισθανόταν όμως ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Ρώτησε τη γιαγιά της, για να μάθει την αιτία. Και η γιαγιά της είπε: «Πήραν οι Κόκκινοι όλους τους άνδρες στο τζαμί και εκεί θα τους σφάξουν». Η Αϊσέ κοίταξε έντρομη τη γιαγιά της και άρχισε να κλαίει. Δεν θα ξανάβλεπε τον πατέρα της; Γιατί; Τι είχε κάνει ο μπαμπάς της; Αναρωτιόταν, αλλά δεν έβρισκε τις σωστές απαντήσεις. Όλες οι γυναίκες στο σπίτι έκλαιγαν. Ξάφνου, εμφανίστηκαν ο πατέρας και ο παππούς της. Αγκάλιασε τον πατέρα της και άρχισε να κλαίει. «Μη φοβάστε, οι κομιτατζήδες δεν μας έκαναν τίποτα», τους έλεγε ο πατέρας της και την παρηγορούσε. Κι εκείνη τον σφιχταγκάλιασε λέγοντας «Μπαμπά μου, μην ξαναβγείς από το σπίτι». Αυτό το συμβάν την επηρέασε πολύ. Κάθε φορά που έβγαινε ο πατέρας της να πάει στα χωράφια, έκλαιγε και τον παρακαλούσε να μη φύγει. Τις νύχτες ξυπνούσε κλαίγοντας. Έβλεπε εφιάλτες, ξυπνούσε τις νύχτες και έτρεχε δίπλα στον μπαμπά της. Όταν έβλεπε κάποιον να φορά κόκκινα, έτρεχε να κρυφτεί. Το κόκκινο, ένα χρώμα που μπορούσε να αγαπήσει κάθε παιδί, έγινε ο εφιάλτης της.
Πέρασε ένας χρόνος. Μια μέρα η μικρή Αϊσέ βλέπει τη μητέρα της να κλαίει και να μαζεύει τα πράγματά τους. Γιατί άραγε; Τη ρωτά: «Μαμά, γιατί μαζεύεις τα πράγματά μας;» «Πηγαίνουμε στην Τουρκία. Εκεί θα ζήσουμε από δω κι ύστερα». Μα γιατί θα εγκατέλειπαν το σπίτι τους; Πού ήταν η Τουρκία; Ήταν μακριά; Η Αϊσέ δεν βρήκε ποτέ τη σωστή απάντηση. Ποιο παιχνίδι της να έπαιρνε μαζί της; Την κούκλα της τη Φατμά που την έφτιαξε η γιαγιά της ή την κούκλα της μητέρας της, που την έλεγαν Ζεϊνέπ; «Η μαμά είπε πως δεν μπορούσαν να πάρουν πολλά πράγματα μαζί τους, έτσι έπρεπε να διαλέξει». Η Αϊσέ διάλεξε τη Ζεϊνέπ. Η μητέρα της υποσχέθηκε να της κάνει μια ωραιότερη κούκλα, όταν φθάσουν στην Τουρκία. Η Αϊσέ αγκάλιασε σφιχτά την κούκλα της και η οικογένεια βγήκε στον δρόμο. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο, όλοι έκλαιγαν…
Η Ελληνίδα γειτόνισσά τους, η θεία Ελένη, τους αποχαιρετούσε μπροστά στο σπίτι της. Θεωρούσε η μια την άλλη αδελφή. «Αδελφή μου, μια μέρα θα ανταμώσουμε πάλι. Με το καλό να πάτε», έλεγε η θεία Ελένη. Αναταραχή και χάος παντού, ένα ταξίδι που διήρκεσε μέρες. Έφθασαν μετά από μέρες στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Έμαθαν εκεί πως θα πήγαιναν με ένα μεγάλο καράβι στην Τουρκία. Έμειναν κάμποσες μέρες σε σκηνές και ύστερα μπήκαν στο μεγάλο καράβι. Ήταν το πλοίο Γκιούλτζεμαλ. Μ’ αυτό το πλεούμενο άφησαν πίσω όλη τους την ζωή, όλα τους τα όνειρα. Η Αϊσέ με την κούκλα της τη Ζεϊνέπ σφιχτά στην αγκαλιά της, μπήκε στο καράβι. Είχε πολύ κόσμο. Οι υπεύθυνοι του βαποριού άφηναν πράγματα έξω για να μην το υπερφορτώσουν. Το ταξίδι κράτησε μέρες. Με τις φουρτούνες, έμπαινε μέσα κρύο και βροχή. Περνούσαν πολύ δύσκολες μέρες. Η μητέρα έκλαιγε ασταμάτητα. Ο χωρισμός απ’ το σπίτι της, τους φίλους της, τα πράγματά της, την είχε στεναχωρήσει πολύ. Ύστερα από ένα μακρύ ταξίδι, έφθασαν στο λιμάνι της Σμύρνης. Απ’ τη Σμύρνη πήγαν στα Ίσπαρτα και κατόπι στη Νίγδη, στο χωριό Γεσίλμπουρτς. Η παλιά του ονομασία ήταν «Τενέι».
            Πέρασαν μέρες, μήνες, χρόνια. Η Αϊσέ μεγάλωσε, παντρεύτηκε, απέκτησε παιδιά και εγγόνια. Ζούσαν σ’ ένα ωραίο σπίτι στο χωριό Γεσίλμπουρτς. Έζησε μια ευτυχισμένη ζωή με τον σύζυγό της, τα παιδιά και τα εγγόνια της. Όμως οι αναμνήσεις και οι πίκρες που έζησε ήταν πάντα μέσα της. Τα σημάδια του παρελθόντος δεν έσβησαν ποτέ. Πάντα ήθελε πάντα να πάει στην Ελλάδα, αλλά πάντα ο φόβος κυριαρχούσε. Τα παιδιά της, τα εγγόνια της ήθελαν πάντα να την πάνε στα χώματα που γεννήθηκε, αλλά εκείνη πάντα φοβόταν. Δεν ήθελε να ξαναζήσει τα παλιά. Στα 81 της χρόνια πέθανε στο χωριό Γεσίλμπουρτς.

«Το χρώμα του φόβου είναι κόκκινο»: ιστορία της Γκιοκτσέ Κουζουτζού (στο Προσφυγικές Ιστορίες από τις Δύο Όχθες της Νοσταλγίας, 2015, (Αρχείο Συλλόγου Ανταλλαγέντων Συνθήκης Λωζάνης))

Για τη Σοφία Θεοδωρίδου
Από τον Νικόλαο Παππά

                                                                                                                                                                                                                                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου